- στωικοῦ
- στωικόςof a colonnademasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… … Dictionary of Greek
λουκάνος — (Marcus Annaeus Lucanus, Κορδούη [σημερινή Κόρντομπα Ισπανίας] 39 μ.Χ. – Ρώμη 65 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Ανιψιός του Σενέκα, στην αρχή της σταδιοδρομίας του ο Λ. είχε κατορθώσει να αποσπάσει τη θετική γνώμη του Νέρωνα προς το πρόσωπό του, η οποία … Dictionary of Greek
πυθαγορικός — ή, ό / πυθαγορικός, ή, όν, ΝΑ [Πυθαγόρας] πυθαγόρειος αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πυθαγορικά η διδασκαλία τού Πυθαγόρα 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Πυθαγορικά τίτλος έργου τού Ζήνωνος τού Στωϊκού. επίρρ... πυθαγορικῶς Α σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
στωικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού στωικού 2. μτφ. ηρεμία, απάθεια, αταραξία («αντιμετωπίζει με στωικότητα τις δυσκολίες τής ζωής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στωικός. Η λ., στον λόγιο τ. στωϊκότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
φυσιολογία — Είναι η επιστήμη των φυσιολογικών λειτουργιών των έμβιων όντων. Αντικείμενό της αποτελούν π.χ. η θρέψη, ο μεταβολισμός, η δραστηριότητα των διαφόρων συστημάτων και η εσωτερική οργάνωση των έμβιων όντων, οι αντιδράσεις στις μεταβολές του… … Dictionary of Greek
Αντικύθηρα — Μικρό νησί (17,95 τ. χλμ., 44 κάτ.) μεταξύ των Κυθήρων και της Κρήτης, που λέγεται και Τσιριγότο. Αποτελεί την ομώνυμη κοινότητα, σύμφωνα με το σχέδιο Καποδίστριας. Στην αρχαιότητα το νησί ονομαζόταν Αίγιλα. Το 1204 έγινε κτήμα του Βενετού Βιάρου … Dictionary of Greek
Απάμεια — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Η Φαρνάκη της Συρίας, που ονομάστηκε έπειτα Πέλλα από τους πρώτους Μακεδόνες και αργότερα Α. από το όνομα της συζύγου του Σέλευκου A’ του Νικάτορα. Ήταν το δεύτερο σημαντικό κέντρο της Συρίας, μετά την Αντιόχεια, με… … Dictionary of Greek